- Κοισύρα
- Κοισύρᾱ , Κοισύρηfem nom/voc/acc dualΚοισύρᾱ , Κοισύρηfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κοισύρᾳ — Κοισύρᾱͅ , Κοισύρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοισύρας — Κοισύρᾱς , Κοισύρη fem acc pl Κοισύρᾱς , Κοισύρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοισύραν — Κοισύρᾱν , Κοισύρη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκοισυρούμαι — ἐγκοισυροῡμαι ( όομαι) (Α) (για γυναίκα) ντύνομαι, στολίζομαι με πολυτέλεια και απρέπεια όπως η Κοίσυρα … Dictionary of Greek